- φώτισμα
- το, -ατος1. το να φωτίζει κάποιος.2. ο φωτισμός του πνεύματος.3. ο πνευματικός φωτισμός που γίνεται με το βάφτισμα, το βάφτισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φώτισμα — phase neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φώτισμα — ίσματος, το, ΝΜΑ [φωτίζω] εκκλ. 1. μετάδοση τής θείας χάρης 2. το μυστήριο τού βαπτίσματος νεοελλ. παροχή φωτός, φωτισμός αρχ. σεληνιακή φάση … Dictionary of Greek
φωτισμάτων — φώτισμα phase neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτίσμασι — φώτισμα phase neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτίσματα — φώτισμα phase neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτίσματι — φώτισμα phase neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτίσματος — φώτισμα phase neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιοφώτισμα — το το φώτισμα τού ήλιου … Dictionary of Greek
παραφώτισμα — τὸ, Μ αιρετικό βάπτισμα, παραβάπτισμα, ψεύτικο φώτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φωτίζω] … Dictionary of Greek
φωτισμός — ο, ΝΜΑ [φωτίζω] παροχή φωτός νεοελλ. 1. προσαγωγή φωτός στα αντικείμενα ή στο περιβάλλον τους προκειμένου αυτά να γίνουν ορατά 2. συνεκδ. το σύνολο τών συσκευών που παράγουν φως, τών φωτιστικών σωμάτων, σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον («ο φωτισμός … Dictionary of Greek